- σεμέ(ν)
- το, Νάκλ.1. είδος υφάσματος κατάλληλο για κέντημα2. εργόχειρο, κέντημα για μικρό τραπέζι.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chemin «οδός, δρόμος» < υστερολατ. camminus].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τιμπό, Ζακ — (Thibaud, Μπορντό 1880 – περιοχή του Mον Σεμέ, Μπαρτσελονέτ 1953). Γάλλος βιολονίστας. Κοντσερτίστας από νεαρή ηλικία, εμφανίστηκε σε ηλικία 6 ετών ως πιανίστας και αργότερα αφοσιώθηκε στο βιολί, που σπούδασε στο Ωδείο του Παρισιού. Επιβλήθηκε το … Dictionary of Greek